-
1 διακροτεω
1) досл. разбивать, перен. разлагать на составные части(ἀνδρείως διακεκροτηκέναι τι Plat.)
2) перен. пробивать, протыкать(τινα Eur.)
3) сбивать(τῶν πεδῶν τοὺς κρίκους Plut.)
1 διακροτεω
(ἀνδρείως διακεκροτηκέναι τι Plat.)
(τινα Eur.)
(τῶν πεδῶν τοὺς κρίκους Plut.)